στερνός — ή, ό, Ν 1. κατοπινός, ύστερος 2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά τα γηρατειά 4. φρ. «καλά στερνά» (ως ευχή) καλά γεράματα 5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα»… … Dictionary of Greek
στερνός — ή, ό επίρρ. ά τελευταίος: Στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα! Ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο στερνά, τα τελευταία χρόνια: Βρίσκεται στα στερνά της ζωής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηριόστερνος — θηριόστερνος, ον (Μ) αυτός που έχει καρδιά θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, λασιό στερνος] … Dictionary of Greek
καλλίστερνος — καλλίστερνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, λασιό στερνος] … Dictionary of Greek
λασιόστερνος — η, ο (Α λασιόστερνος, ον) αυτός που έχει δασύ στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, καλλί στερνος] … Dictionary of Greek
οξύστερνος — ὀξύστερνος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει προτεταμένο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. μεγαλό στερνος, πλατύ στερνος] … Dictionary of Greek
χαλκόστερνος — και χαλκεόστερνος, ον, Α χαλκοθώραξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. δασύ στερνος, εὐρύ στερνος] … Dictionary of Greek
μεγαλόστερνος — μεγαλόστερνος, ον (ΑM) αυτός που έχει μεγάλο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στέρνον (πρβλ. αμφί στερνος, ευρύ στερνος)] … Dictionary of Greek
πετρόστερνος — ον, Μ αυτός που έχει πέτρινα στέρνα ο σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + στερνος (< στέρνον), πρβλ. πλατύ στερνος] … Dictionary of Greek
ποικιλόστερνος — ον, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μτφ. αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος] … Dictionary of Greek
ροδόστερνος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στέρνον (πρβλ. δασύ στερνος, ευρύ στερνος)] … Dictionary of Greek